- παρατηρώ
- παρατηρῶ, -έω, ΝΜΑ [τηρώ]1. παρακολουθώ κάποιον ή κάτι με το βλέμμα και με προσοχή, εξετάζω («παρατηρώ τις ηλιακές κηλίδες με το τηλεσκόπιο»)2. έχω συνεχώς στραμμένη την προσοχή μου σε κάτι, προσέχωνεοελλ.1. στρέφω το βλέμμα μου, κοιτάζω2. διακρίνω, αντιλαμβάνομαι («παρατηρώ μεγάλη βελτίωση στην κατάσταση τού αρρώστου»)2. (το παθ. ιδίως ως τριτοπρόσ.) παρατηρείταιγίνεται αντιληπτό, αισθητό, εμφανίζεται, παρουσιάζεται, σημειώνεται («παρατηρείται μεγάλη έκλυση τών ηθών»)3. ελέγχω, επιπλήττω, επικρίνω, κάνω παρατηρήσεις («τόν παρατήρησα, επειδή ήταν απρόσεκτος»)αρχ.1. εποπτεύω, εφορεύω, παρακολουθώ από κοντά2. βλέπω επιφανειακά, όχι κατά βάθος3. παραφυλάσσω4. (ενεργ. και μέσ.) επιτηρώ με κακή πρόθεση, ενεδρεύω, περιμένω την ευκαιρία («παρετήρουν δὲ αύτὸν οἱ Φαρισαῑοι εἰ ἐν τῷ σαββάτῳ θεραπεύσει», ΚΔ)5. (ενεργ. και μέσ.) τηρώ, φυλάσσω («εὐλαβεῑσθαι δεῑ καὶ παρατηρεῑν τὸ μέτριον», Αριστοτ.)6. μέσ. τηρώ, φυλάσσω κάτι σύμφωνα με το θρησκευτικό έθιμο («τὴν τῶν σαββάτων ἡμέραν παρατηρεῑσθαι», Ιώσ.)7. παθ. λαμβάνομαι υπό σημείωση.
Dictionary of Greek. 2013.